Σαράντα πέντε υπουργοί κι εξήντα τραπεζίτες
δανειακή σύμβαση παζάρευαν στης κρίσης το ποτάμι.
Ολημερίς παζάρευαν, το βράδυ απορριπτόταν.
Μοιριολογούν οι υπουργοί και κλαιν οι τραπεζίτες:
"Αλοίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς παζαρεύουμε το βράδυ να χαλιέται."
Γουρούνι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
δεν έκανε σαν χοιρινό, μηδέ σαν άγριος κάπρος,
παρά λαλούσε του Πάγκαλου την αγριοφωνάρα:
"Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, σύμβαση δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά δημόσιο υπάλληλο από δαύτους τους κοπρίτες,
που έρχονται αργά κάθε πρωί και φεύγουν νωρίς το βράδι."
Τ' άκουσ' ο συνδικαλιστής και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει του υπάλληλου με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά δουλειά να πάει,
αργά την κάρτα να χτυπήσει, ως κάνει κάθε μέρα.
Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
"Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά δουλειά να πας,
γοργά την κάρτα χτύπησε, όχι σαν κάθε μέρα."
Να τος κι εξανάφανεν από την άσπρην στράτα.
Τον είδ' ο συνδικαλιστής, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
"Γειά σας, χαρά σας, υπουργοί και σεις οι τραπεζίτες,
μα τι έχει ο συνδικαλιστής και είναι βαργιομισμένος;
"Καρτέρι έστησε η τρόικα στην πρώτη την καμάρα,
και ποιός να μπει, ποιός να βγει, μνημόνιο να εφαρμόσει;"
"Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ θα πάω εκεί κάτω,
εγώ να μπω, εγώ να βγω, μνημόνιο νά εφαρμόσω."
Μηδέ καλά εκατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε,
"Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
δανειακή σύμβαση παζάρευαν στης κρίσης το ποτάμι.
Ολημερίς παζάρευαν, το βράδυ απορριπτόταν.
Μοιριολογούν οι υπουργοί και κλαιν οι τραπεζίτες:
"Αλοίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς παζαρεύουμε το βράδυ να χαλιέται."
Γουρούνι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
δεν έκανε σαν χοιρινό, μηδέ σαν άγριος κάπρος,
παρά λαλούσε του Πάγκαλου την αγριοφωνάρα:
"Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, σύμβαση δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά δημόσιο υπάλληλο από δαύτους τους κοπρίτες,
που έρχονται αργά κάθε πρωί και φεύγουν νωρίς το βράδι."
Τ' άκουσ' ο συνδικαλιστής και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει του υπάλληλου με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά δουλειά να πάει,
αργά την κάρτα να χτυπήσει, ως κάνει κάθε μέρα.
Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
"Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά δουλειά να πας,
γοργά την κάρτα χτύπησε, όχι σαν κάθε μέρα."
Να τος κι εξανάφανεν από την άσπρην στράτα.
Τον είδ' ο συνδικαλιστής, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
"Γειά σας, χαρά σας, υπουργοί και σεις οι τραπεζίτες,
μα τι έχει ο συνδικαλιστής και είναι βαργιομισμένος;
"Καρτέρι έστησε η τρόικα στην πρώτη την καμάρα,
και ποιός να μπει, ποιός να βγει, μνημόνιο να εφαρμόσει;"
"Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ θα πάω εκεί κάτω,
εγώ να μπω, εγώ να βγω, μνημόνιο νά εφαρμόσω."
Μηδέ καλά εκατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε,
"Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τα ΜΑΤ χτυπάν αλύπητα και ανέπνευσα δακρυγόνα."
Πηχάει ο υπουργός με το μυστρί, υφυπουργοί με ασβέστη,
παίρνει κι ο συνδικαλιστής και ρίχνει μέγα λίθο.
"Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Πηχάει ο υπουργός με το μυστρί, υφυπουργοί με ασβέστη,
παίρνει κι ο συνδικαλιστής και ρίχνει μέγα λίθο.
"Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Ενα εκατομμύριο ήμαστε, κι οι όλοι κακογραμμένοι,
κόψαν μισθούς σε όλους μας, κόψαν και τις συντάξεις
και τώρα οι πιο στερνότεροι θα φάμε απολύσεις.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμουν οι εταίροι
κι ως πετούν τ' άγρια πουλιά, να πετούν τα σπρεντ τους."
"Υπάλληλε, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πο 'χεις γονείς στη σύνταξη, μη λάχει και πεινάσουν."
Κι αυτός το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
"Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμουν οι εταίροι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν και τα σπρεντ τους,
τί έχω γονείς στη σύνταξη, μη λάχει και πεινάσουν...
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμουν οι εταίροι
κι ως πετούν τ' άγρια πουλιά, να πετούν τα σπρεντ τους."
"Υπάλληλε, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πο 'χεις γονείς στη σύνταξη, μη λάχει και πεινάσουν."
Κι αυτός το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
"Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμουν οι εταίροι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν και τα σπρεντ τους,
τί έχω γονείς στη σύνταξη, μη λάχει και πεινάσουν...
No comments:
Post a Comment