Αθήνα, χαράματα Δεκαπενταύγουστου.
Χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες γιορτάζουν σήμερα, μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης και της χώρας. Γλέντια, γονυκλησίες, πανυγήρια, κατάνυξη, ντουφεκιές στο αέρα, εικονίτσες και κομποσκοίνια στο πεζοδρόμιο, συνωστισμός. Στις εκκλήσίες τάματα, κεράκια, πλανώδιοι - οι περισσότεροι πλέον έγχρωμοι αλλοδαποί, χάος στους χώρους στάθμευσης, σκόνη σύννεφο από τα τζιπ, καλοντυμένοι μικροαστοί, ακριβά αρώματα, γόβες στιλέτο στα πλακάκια της εκκλησίας, πατημένα τσιγάρα παντού. Ακόμη μυρίζουν τα αποκαϊδια από την πυρκαγιά στο απέναντι βουνό, πριν λίγη ώρα έτρεχε με τη σειρήνα το τελευταίο πυροσβεστικό. Ζέστη, αφόρητη ζέστη παρά το κατά περιόδους μελτέμι, ένα πνιγηρό αίσθημα ότι βρίσκεσαι σε ένα δωμάτιο με χίλια κεριά και χιλιάδες πνευμόνια να ανταγωνίζονται για το λιγοστό οξυγόνο και στο τέλος να μην έχουν αρκετό και να σβήνουν ένα-ένα.
Μαρία, πάνσεπτο όνομα, Κυρά της Χριστιανοσύνης, Μητέρα του θεϊκού και του ανθρώπινου πόνου, γλυκύτητα της Γης και λιμάνι της καταλαγής, συγχωρητική, δακρύζουσα, ανθρώπινη περισσότερο παρά θεϊκή στην όψη και όμως, πιο θεϊκή από ότι ανθρώπινη γιατί πονάει περισσότερο από τη χοντρόπετση ανθρωπιά μας. Δεν βγάζει άχνα, μας κυτάζει αμίλητη και συνεχίζει να απεικονίζει το μεγαλείο που θέλαμε κάποτε να φθάσουμε αλλά τώρα ξέρουμε ότι δεν έχουμε καμία ελπίδα.
Σε αυτή τη χώρα της κατάνυξης, της αφόρητης σκόνης και του περιορισμένου οξυγόνου, χιλιάδες ξένοι, κάποτε δυναμικοί, στόχευαν κι αυτοί στο μεγαλείο, σήμερα καταντήματα της τυφλής παγκοσμιοποίησης, τυφλοί κι αυτοί, χωρίς αίσθηση που πάνε και τι ζητούν, τους οδηγεί είναι η ίδια πνιγηρή αίσθηση να φύγουν αμέσως από εκεί που στοιβάχτηκαν Τελειώνει κι εκεί το οξυγόνο, σβήνουν ένα-ένα τα κεριά και μαραζώνουν οι ζωές των ανθρώπων που πόθησαν να ζήσουν σαν αυτό που ήταν: σαν άνθρωποι.
Χιλιάδες πιστοί θα συρρεύσουν σε λίγο στις εκκλησίες για να τιμήσουν την Μεγαλόχαρη, να προσευχηθούν υπέρ υγείας και μακροημέρευσης, για να ζητήσουν χάρες και να κάνουν τάματα στο όνομά Της. Αλλοι τόσοι μετά στα τραπεζώματα και στις πίστες, στα κεράσματα και στα γλέντια, στις παραλίες και στις βουνοκορφές. Ομως κανείς δεν θα κάνει τάμα ούτε σπονδή, δεν θα προσφέρει καμία γιορτινή μέριμνα στους χιλιάδες εγκλωβισμένους στη ζώνη της σκόνης και της αλα καρτ κατάνυξης. Αυτοί έχουν σκούρο δέρμα, μιλούν άλλη γλώσσα, είναι μιαροί στα ρούχα και παράξενοι στους τρόπους και στην θρησκεία. Ας το ομολογήσουμε πια: δεν μας μοιάζουν ακριβώς σαν άνθρωποι αλλά κάτι, λίγο, πάντως κάτι λιγότερο. Δεν απασχολούν κανένα εκτός από κάτι ελαφρώς ψωνισμένους αλλά καλόψυχους πιτσιρικάδες εθελοντές αριστερών οργανώσεων - που δεν ανάβουν ποτέ κερί στο αφιόνι των λαών. Κανείς δεν ενδιαφέρεται που θα καταλήξουν μετά από ένα χρόνο στα κοντέινερ της Αμυγδαλέζας. Το κράτος, ο φιλόδοξος υπουργός, έπρεπε να δείξει έργο και τους στοίβαξε και έδειξε στα κανάλια πως καθάρισε ο τόπος στο κέντρο της Αθήνας (λες και μπορεί να καθαρίσει η οικιστική μιζέρια δεκαετιών με επιχειρήσεις-σκούπα). Τους αποθήκευσαν εκεί και τους παράτησαν, σαν αντικείμενα σε ράφι, σαν αχρείαστα συμπράγκαλα σε αποθήκη.
"Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια, ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια..." ηρωικά άσματα, θέλουμε πολέμους και εχθρούς για να βρούμε ευκαιρία να υψώσουμε τα περήφανα λάβαρα της φυλής, συγκρούσεις και τσαμπουκά για να δώσουμε νόημα στον ύμνο μας. Η ταπεινότατη Παναγιά που σκύβει πάνω από κάθε ανθρώπινο πόνο έχει δώσει τη θέση της στην πολεμίστρια της ρομφαίας και την καταναλώτρια των επάργυρων, θέλει διωγμούς για να σηκωθεί από τις εικόνες και ακριβά τάματα για να ευχαριστηθεί. Η Παναγία των παιδικών μας χρόνων, της ιερής συγκατάβασης και της θείας γλυκύτητας, δεν υπάρχει πια. Είμαστε όλοι έγκλειστοι στην Αμυγδαλέζα, σε ένα πνιγηρό παρόν με άδηλο μέλλον γιατί σαν τους έγχρωμους, ξεχάσαμε ποιοι είμαστε και από που ερχόμαστε. Ξεχάσαμε ποιους και γιατί πολεμήσαμε, ξεχάσαμε ότι νικήσαμε μαζί με τους άλλους ελεύθερους λαούς, ξεχάσαμε ακόμη και να αναγνωρίζουμε την Παναγία στις εικόνες των εκκλησιών. Βλέπουμε γκισέ για ρουσφέτια και καθρέφτη ανωτερότητας, ενώ στην πραγματικότητα κοιτάζουμε τον ανομολόγητο και ξεχασμένο πόνο μας, την πληγή που δεν έκλεισε, το δόγμα που δεν κατανοήθηκε, την αγάπη που αποτρέψαμε, το σκοτάδι που φοβηθήκαμε να αναμετρηθούμε. Η κατάσταση στην Αμυγδαλέζα, τα πτώματα που ξεβράζει κάθε τόσο το Αιγαίο και η αθλιότητα που αφήνουμε να διαιωνίζεται με τους ξένους, παρά το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα βαρύ το φορτίο λόγω της γεωγραφικής μας θέση και αποικιοκρατικών αμαρτιών των ισχυρών, μας κάνει λιγότερο Έλληνες και λιγότερο Χριστιανούς. Γινόμαστε ένας ετερόκλητος συφερτός αυτοεξυπηρετούμενων συμφερόντων, ένα μπουλούκι παραζαλισμένων ψηφο/θεατών που ξέρουν να κρίνουν άριστα μια πιρουέτα ή μια κορώνα αλλά αδυνατούν να εσωτερικεύσουν τα βασικά της ανθρώπινης ιδιότητας και φυσικά δεν έχουν καμία ελπίδα να κατανοήσουν την θεϊκή.
Τη Χάρη Σου, επειγόντως.
Χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες γιορτάζουν σήμερα, μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης και της χώρας. Γλέντια, γονυκλησίες, πανυγήρια, κατάνυξη, ντουφεκιές στο αέρα, εικονίτσες και κομποσκοίνια στο πεζοδρόμιο, συνωστισμός. Στις εκκλήσίες τάματα, κεράκια, πλανώδιοι - οι περισσότεροι πλέον έγχρωμοι αλλοδαποί, χάος στους χώρους στάθμευσης, σκόνη σύννεφο από τα τζιπ, καλοντυμένοι μικροαστοί, ακριβά αρώματα, γόβες στιλέτο στα πλακάκια της εκκλησίας, πατημένα τσιγάρα παντού. Ακόμη μυρίζουν τα αποκαϊδια από την πυρκαγιά στο απέναντι βουνό, πριν λίγη ώρα έτρεχε με τη σειρήνα το τελευταίο πυροσβεστικό. Ζέστη, αφόρητη ζέστη παρά το κατά περιόδους μελτέμι, ένα πνιγηρό αίσθημα ότι βρίσκεσαι σε ένα δωμάτιο με χίλια κεριά και χιλιάδες πνευμόνια να ανταγωνίζονται για το λιγοστό οξυγόνο και στο τέλος να μην έχουν αρκετό και να σβήνουν ένα-ένα.
Μαρία, πάνσεπτο όνομα, Κυρά της Χριστιανοσύνης, Μητέρα του θεϊκού και του ανθρώπινου πόνου, γλυκύτητα της Γης και λιμάνι της καταλαγής, συγχωρητική, δακρύζουσα, ανθρώπινη περισσότερο παρά θεϊκή στην όψη και όμως, πιο θεϊκή από ότι ανθρώπινη γιατί πονάει περισσότερο από τη χοντρόπετση ανθρωπιά μας. Δεν βγάζει άχνα, μας κυτάζει αμίλητη και συνεχίζει να απεικονίζει το μεγαλείο που θέλαμε κάποτε να φθάσουμε αλλά τώρα ξέρουμε ότι δεν έχουμε καμία ελπίδα.
Σε αυτή τη χώρα της κατάνυξης, της αφόρητης σκόνης και του περιορισμένου οξυγόνου, χιλιάδες ξένοι, κάποτε δυναμικοί, στόχευαν κι αυτοί στο μεγαλείο, σήμερα καταντήματα της τυφλής παγκοσμιοποίησης, τυφλοί κι αυτοί, χωρίς αίσθηση που πάνε και τι ζητούν, τους οδηγεί είναι η ίδια πνιγηρή αίσθηση να φύγουν αμέσως από εκεί που στοιβάχτηκαν Τελειώνει κι εκεί το οξυγόνο, σβήνουν ένα-ένα τα κεριά και μαραζώνουν οι ζωές των ανθρώπων που πόθησαν να ζήσουν σαν αυτό που ήταν: σαν άνθρωποι.
Χιλιάδες πιστοί θα συρρεύσουν σε λίγο στις εκκλησίες για να τιμήσουν την Μεγαλόχαρη, να προσευχηθούν υπέρ υγείας και μακροημέρευσης, για να ζητήσουν χάρες και να κάνουν τάματα στο όνομά Της. Αλλοι τόσοι μετά στα τραπεζώματα και στις πίστες, στα κεράσματα και στα γλέντια, στις παραλίες και στις βουνοκορφές. Ομως κανείς δεν θα κάνει τάμα ούτε σπονδή, δεν θα προσφέρει καμία γιορτινή μέριμνα στους χιλιάδες εγκλωβισμένους στη ζώνη της σκόνης και της αλα καρτ κατάνυξης. Αυτοί έχουν σκούρο δέρμα, μιλούν άλλη γλώσσα, είναι μιαροί στα ρούχα και παράξενοι στους τρόπους και στην θρησκεία. Ας το ομολογήσουμε πια: δεν μας μοιάζουν ακριβώς σαν άνθρωποι αλλά κάτι, λίγο, πάντως κάτι λιγότερο. Δεν απασχολούν κανένα εκτός από κάτι ελαφρώς ψωνισμένους αλλά καλόψυχους πιτσιρικάδες εθελοντές αριστερών οργανώσεων - που δεν ανάβουν ποτέ κερί στο αφιόνι των λαών. Κανείς δεν ενδιαφέρεται που θα καταλήξουν μετά από ένα χρόνο στα κοντέινερ της Αμυγδαλέζας. Το κράτος, ο φιλόδοξος υπουργός, έπρεπε να δείξει έργο και τους στοίβαξε και έδειξε στα κανάλια πως καθάρισε ο τόπος στο κέντρο της Αθήνας (λες και μπορεί να καθαρίσει η οικιστική μιζέρια δεκαετιών με επιχειρήσεις-σκούπα). Τους αποθήκευσαν εκεί και τους παράτησαν, σαν αντικείμενα σε ράφι, σαν αχρείαστα συμπράγκαλα σε αποθήκη.
"Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια, ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια..." ηρωικά άσματα, θέλουμε πολέμους και εχθρούς για να βρούμε ευκαιρία να υψώσουμε τα περήφανα λάβαρα της φυλής, συγκρούσεις και τσαμπουκά για να δώσουμε νόημα στον ύμνο μας. Η ταπεινότατη Παναγιά που σκύβει πάνω από κάθε ανθρώπινο πόνο έχει δώσει τη θέση της στην πολεμίστρια της ρομφαίας και την καταναλώτρια των επάργυρων, θέλει διωγμούς για να σηκωθεί από τις εικόνες και ακριβά τάματα για να ευχαριστηθεί. Η Παναγία των παιδικών μας χρόνων, της ιερής συγκατάβασης και της θείας γλυκύτητας, δεν υπάρχει πια. Είμαστε όλοι έγκλειστοι στην Αμυγδαλέζα, σε ένα πνιγηρό παρόν με άδηλο μέλλον γιατί σαν τους έγχρωμους, ξεχάσαμε ποιοι είμαστε και από που ερχόμαστε. Ξεχάσαμε ποιους και γιατί πολεμήσαμε, ξεχάσαμε ότι νικήσαμε μαζί με τους άλλους ελεύθερους λαούς, ξεχάσαμε ακόμη και να αναγνωρίζουμε την Παναγία στις εικόνες των εκκλησιών. Βλέπουμε γκισέ για ρουσφέτια και καθρέφτη ανωτερότητας, ενώ στην πραγματικότητα κοιτάζουμε τον ανομολόγητο και ξεχασμένο πόνο μας, την πληγή που δεν έκλεισε, το δόγμα που δεν κατανοήθηκε, την αγάπη που αποτρέψαμε, το σκοτάδι που φοβηθήκαμε να αναμετρηθούμε. Η κατάσταση στην Αμυγδαλέζα, τα πτώματα που ξεβράζει κάθε τόσο το Αιγαίο και η αθλιότητα που αφήνουμε να διαιωνίζεται με τους ξένους, παρά το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα βαρύ το φορτίο λόγω της γεωγραφικής μας θέση και αποικιοκρατικών αμαρτιών των ισχυρών, μας κάνει λιγότερο Έλληνες και λιγότερο Χριστιανούς. Γινόμαστε ένας ετερόκλητος συφερτός αυτοεξυπηρετούμενων συμφερόντων, ένα μπουλούκι παραζαλισμένων ψηφο/θεατών που ξέρουν να κρίνουν άριστα μια πιρουέτα ή μια κορώνα αλλά αδυνατούν να εσωτερικεύσουν τα βασικά της ανθρώπινης ιδιότητας και φυσικά δεν έχουν καμία ελπίδα να κατανοήσουν την θεϊκή.
Τη Χάρη Σου, επειγόντως.
No comments:
Post a Comment